μυαγροφαγώ

μυαγροφαγώ
μυαγροφαγῶ, -έω (Μ)
τρώω το φυτό μυάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυάγρα + φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ β' τού ἐσθίω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”